νεκροθάπτης

νεκροθάπτης
νεκροθάφτης ο могильщик (тж. перен. )

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "νεκροθάπτης" в других словарях:

  • νεκροθάπταις — νεκροθάπτης grave digger masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεκροθάφτης — και νεκροθάπτης, ο (Α νεκροθάπτης) αυτός που θάβει τους νεκρούς νεοελλ. 1. αυτός που έχει ως επάγγελμα τον ενταφιασμό τών νεκρών 2. αυτός που προκαλεί την εξόντωση ενός προσώπου ή τον αφανισμό μιας ιδέας ή ενός πράγματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) *… …   Dictionary of Greek

  • θαφτιάρης — ο νεκροθάπτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάφτω + κατάλ. ιάρης (πρβλ. δαιμον ιάρης, κοκκαλ ιάρης)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»